- γλυκύ-φθογγος
γλυκύ-φθογγος, süß tönend, Schol. Pind. Ol. 6, 162.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλυκύ-φθογγος, süß tönend, Schol. Pind. Ol. 6, 162.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόφθογγος — θεόφθογγος, ον (AM) αυτός που μιλάει θεϊκά, ο εμπνευσμένος («θεόφθογγοι λόγοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φθογγος (< φθόγγος < φθέγγομαι), πρβλ. γλυκύ φθογγος, μελί φθογγος] … Dictionary of Greek
καλλίφθογγος — η, ο (Α καλλίφθογγος, ον) αυτός που βγάζει ωραίους φθόγγους, αυτός που ηχεί ωραία («τὰς καλλιφθόγγους ᾠδάς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) *+ φθογγος (< φθόγγος), πρβλ. γλυκύ φθογγος, οξύ φθογγος] … Dictionary of Greek
κοσμόφθογγος — κοσμόφθογγος, ον (Μ) ακουστός σε όλο τον κόσμο («κοσμόφθογγος σάλπιγξ ή τούτου γλώσσα», Ψελλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * < φθόγγος (< φθέγγομαι), πρβλ. γλυκύ φθογγος, ταυρό φθογγος] … Dictionary of Greek