- γλυκύ-χῡμος
γλυκύ-χῡμος, dasselbe, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλυκύ-χῡμος, dasselbe, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακόχυμος — η, ο (AM κακόχυμος, ον) (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από κακοχυμία αρχ. 1. (για πρόσ. ή τροφές) αυτός που έχει κακούς, νοσηρούς χυμούς 2. (για τροφές) α) ανθυγιεινός β) αυτός που έχει κακή γεύση 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόχυμον η κακοχυμία.… … Dictionary of Greek
νεκταρόχυμος — νεκταρόχυμος, ον (Μ) αυτός που έχει χυμό σαν νέκταρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκταρ, αρος + χυμος (< χυμός), πρβλ. γλυκύ χυμος, κακό χυμος] … Dictionary of Greek
νέκταρ — Σακχαρούχα ουσία που εκκρίνεται από ειδικά όργανα ή από αδενώδεις επιφάνειες (επιφανειακοί εκκριτικοί ιστοί) του φυτού, τα νεκτάρια, τα οποία βρίσκονται συνήθως στα άνθη, αλλά επίσης και σε άλλα φυτικά μόρια. Η παραγωγή του ν. από τα νεκτάρια των … Dictionary of Greek