- γλυκύ-φωνος
γλυκύ-φωνος, mit süßer Rede, Sp., Poll. 2, 113.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλυκύ-φωνος, mit süßer Rede, Sp., Poll. 2, 113.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κενόφωνος — κενόφωνος, ον (Μ) αυτός που λέγει ανοησίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + φωνος (< φωνή), πρβλ. γλυκύ φωνος, μεγαλό φωνος] … Dictionary of Greek
εύφωνος — η, ο (Α εὔφωνος, ον και εὐφωνής, ές) 1. αυτός που έχει γλυκιά, αρμονική φωνή, ο καλλίφωνος, ο εύηχος 2. (για κήρυκα ή ρήτορα) αυτός που έχει δυνατή φωνή, ο βροντόφωνος («λαβοῡσα κηρύκαιναν εὔφωνόν τινα», Αριστοφ.) αρχ. 1. (για λύρα) αυτός που… … Dictionary of Greek