ζητήσιμος

ζητήσιμος

ζητήσιμος, ον, aufzusuchen, aufzuspüren, vom Wilde, Xen. Cyn. 6, 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζητήσιμος — η, ο (Α ζητήσιμος, ον) [ζήτηση] νεοελλ. (για προϊόντα, εμπορεύματα κ.λπ.) αυτός για τον οποίο παρατηρείται μεγάλη ζήτηση αρχ. 1. αυτός που αναζητείται 2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ζητήσιμα μέρη τού σώματος τού θηράματος τα οποία πρέπει ο κυνηγός να …   Dictionary of Greek

  • ζητησίμων — ζητήσιμος masc/fem/neut gen pl ζητησιμος to be searched masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”