- κοτήεις
κοτήεις, εσσα, εν, zürnend, grollend, mißgünstig; ϑεός νύ τίς ἐστι κοτήεις Il. 5, 190; μνήμη κοτήεσσα, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοτήεις, εσσα, εν, zürnend, grollend, mißgünstig; ϑεός νύ τίς ἐστι κοτήεις Il. 5, 190; μνήμη κοτήεσσα, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοτήεις — και κοτόεις, εσσα, εν (Α) γεμάτος οργή και έχθρα, οργισμένος, φθονερός, εκδικητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κότος «οργή, έχθρα» + επίθημα ήεις / όεις (πρβλ. δενδρ ήεις / κυκλ όεις)] … Dictionary of Greek
κοτήεις — wrathful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste griechischer Phrasen/Theta — Theta Inhaltsverzeichnis … Deutsch Wikipedia
Weißer Rabe — Theta Inhaltsverzeichnis 1 Θάλασσα ὕδωρ καθαρώτατον καὶ μιαρώτατον … Deutsch Wikipedia
κοτεινός — κοτεινός, ή, όν (Α) κοτήεις*, γεμάτος οργή και έχθρα, φθονερός, εκδικητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κότος «οργή, έχθρα» + επίθημα εινός (πρβλ. σκοτ εινός, υγι εινός)] … Dictionary of Greek
κοτόεις — κοτόεις, εσσα, εν (Α) βλ. κοτήεις … Dictionary of Greek
κότος — κότος, ὁ (Α) διαρκής οργή, έχθρα, μίσος, μνησικακία («ὅ τοι κότον ἔνθετο θυμῷ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε θέμα κοτεσ ουδ. ουσ. (*κότος, το), πρβλ. κοτέσ σασθαι (αόρ. τού κοτέω), οπότε συνδέεται με κελτικές και… … Dictionary of Greek