ζητητής

ζητητής

ζητητής, , der Aufsucher, ϑηρίων Poll. 5, 9; von geistigen Dingen, μαϑήματος Plat. Charm. 175 e; καὶ μαϑητής Rep. X, 618 c; in Athen Richter, zur Ausforschung eines Verbrechens, bes. um Staatsschulden oder Unterschleife in Staatsgeldern zu untersuchen, Andoc. 1, 14. 36; Lys. 21, 16; ζητητὰς ἑλέσϑαι Dem. 24, 11. Vgl. Böckh Staatsh. I p. 170.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζητητής — seeker masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητητής — ο (AM ζητητής) [ζητώ] αυτός που αναζητά, που ερευνά με επιμονή, ο ερευνητής μσν. αρχ. (για θηράματα) ο ανιχνευτής αρχ. πληθ. οἱ ζητηταί οι εντεταλμένοι από το πολίτευμα τής αρχαίας Αθήνας να εξιχνιάζουν σκοτεινές περιπτώσεις παράβασης τών νόμων… …   Dictionary of Greek

  • ζητητής — ο 1. ερευνητής. 2. αυτός που ζητάει κάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζητηταῖς — ζητητής seeker masc dat pl ζητητός sought for fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητηταί — ζητητής seeker masc nom/voc pl ζητητός sought for fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητητήν — ζητητής seeker masc acc sg (attic epic ionic) ζητητός sought for fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητητῶν — ζητητής seeker masc gen pl ζητητός sought for fem gen pl ζητητός sought for masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητητά — ζητητά̱ , ζητητής seeker masc nom/voc/acc dual ζητητής seeker masc voc sg ζητητής seeker masc nom sg (epic) ζητητός sought for neut nom/voc/acc pl ζητητά̱ , ζητητός sought for fem nom/voc/acc dual ζητητά̱ , ζητητός sought for fem nom/voc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητητάς — ζητητά̱ς , ζητητής seeker masc acc pl ζητητά̱ς , ζητητής seeker masc nom sg (epic doric aeolic) ζητητά̱ς , ζητητός sought for fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζήτωρ — ζήτωρ, ὁ (Α) ο ζητητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζητρός] …   Dictionary of Greek

  • ζητήτωρ — και ζήτωρ, ὁ (Α) [ζητώ] ο ζητητής* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”