- κητεία
κητεία, ἡ, das Fangen großer Meerfische, bes. der Thunfische, u. der Ort, wo sie gefangen werden; Ath. VII, 283 c; Strab. V, 243. S. auch κητία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κητεία, ἡ, das Fangen großer Meerfische, bes. der Thunfische, u. der Ort, wo sie gefangen werden; Ath. VII, 283 c; Strab. V, 243. S. auch κητία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κητεία — κητείᾱ , κήτειος of sea monsters fem nom/voc/acc dual κητείᾱ , κήτειος of sea monsters fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κητείᾱ , κητεία fishing for large fish fem nom/voc/acc dual κητείᾱ , κητεία fishing for large fish fem nom/voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κητεία — κητεία, ἡ (Α) βλ. κήτειος … Dictionary of Greek
κητείαν — κητείᾱν , κήτειος of sea monsters fem acc sg (attic doric aeolic) κητείᾱν , κητεία fishing for large fish fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήτειος — α, ο (Α κήτειος, εία, ον) [κήτος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κήτος ή που προέρχεται από κήτος («κήτεαι γένυες», Νόνν.) νεοελλ. φρ. «κήτειον σπέρμα» κητόσπερμα* αρχ. 1. πολύ μεγάλος, πελώριος, τερατώδης 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κητεία α) το… … Dictionary of Greek
κητείαις — κήτειος of sea monsters fem dat pl κητεία fishing for large fish fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κητείη — κήτειος of sea monsters fem nom/voc sg (epic ionic) κητεία fishing for large fish fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κητείης — κήτειος of sea monsters fem gen sg (epic ionic) κητεία fishing for large fish fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)