κοταίνω

κοταίνω

κοταίνω, Nebenform von κοτέω, Aesch. Spt. 467.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοταίνω — (Α) κοτέω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κότος + κατάλ. αίνω, τ. σχηματισμένος πιθ. αναλογικά προς το θυμαίνω*] …   Dictionary of Greek

  • κοταίνων — κοταίνω pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κότος — κότος, ὁ (Α) διαρκής οργή, έχθρα, μίσος, μνησικακία («ὅ τοι κότον ἔνθετο θυμῷ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε θέμα κοτεσ ουδ. ουσ. (*κότος, το), πρβλ. κοτέσ σασθαι (αόρ. τού κοτέω), οπότε συνδέεται με κελτικές και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”