- κοτινάς
κοτινάς, άδος, ἡ, ἐλαία, ein auf einen wilden Olivenstamm gepfropfter zahmer Oelbaum, u. die Frucht des wilden Oelbaumes; Hippoer.; Poll. 6, 45.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοτινάς, άδος, ἡ, ἐλαία, ein auf einen wilden Olivenstamm gepfropfter zahmer Oelbaum, u. die Frucht des wilden Oelbaumes; Hippoer.; Poll. 6, 45.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοτινάς — κοτινάς, άδος, ἡ (Α) 1. αγριελιά που έχει κεντρωθεί με ήμερη ελιά 2. ο καρπός τής αγριελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κότινος + επίθημα άς / άδος (πρβλ. γενει άς, κλεισι άς)] … Dictionary of Greek
κοτινάδα — κοτινάς grafted upon a wild olive fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτινάδας — κοτινάς grafted upon a wild olive fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτινάδες — κοτινάς grafted upon a wild olive fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)