- ζητεύω
ζητεύω, p. = Folgdm, Hes. O. 402; H. h. Ap. 215 Merc. 392; dor. ζᾱτεύω, Alcm. Ath. X, 416 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζητεύω, p. = Folgdm, Hes. O. 402; H. h. Ap. 215 Merc. 392; dor. ζᾱτεύω, Alcm. Ath. X, 416 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζητεύω — pres subj act 1st sg ζητεύω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητεύω — (Α ζητεύω, δωρ. τ. ζατεύω) ζητώ κάτι ως ελεημοσύνη, ζητιανεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος σπάνιος τ. τού ζητώ] … Dictionary of Greek
ζητεύω — ζήτεψα, ζητιανεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζητεύει — ζητεύω pres ind mp 2nd sg ζητεύω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητεύειν — ζητεύω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητεύων — ζητεύω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητεύῃς — ζητεύω pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζατεύει — ζατεύω pres ind mp 2nd sg ζατεύω pres ind act 3rd sg ζᾱτεύει , ζητεύω pres ind mp 2nd sg (doric) ζᾱτεύει , ζητεύω pres ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζατεύω — (Α) (δωρ. τ.), βλ. ζητεύω … Dictionary of Greek
ζητεία — και ζήτεια και ζήτα, η επαιτεία, ζητιανιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζητεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1659 στα Έγγραφα Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως] … Dictionary of Greek