κοτύλη

κοτύλη

κοτύλη, , die Höhlung, alles Hohle, πᾶν δὲ τὸ κοῖλον κοτύλην ἐκάλουν οἱ παλαιοί, Apollodor. bei Ath. XI, 479 a; vgl. Schol. Il. 23, 34. – a) hohles Gefäß, kleiner Becher, Schälchen, ll. 22, 494; dah. αἴ κέν τις κοτύλην καὶ πύρνον ὀρέξῃ Od. 15, 312, vgl. 17, 12, d. i. ob etwa Einer zu trinken u. zu essen giebt; πρίν σε κοτύλας ἐκπιεῖν οἴνου δέκα Ar. Plut. 737; οὐδὲ τρεῖς κοτύλας οἴνου Plat. Lys. 219 e; ψυκτῆρα πλέον ἢ ὀκτω κοτύλας χωροῦντα, wo es ein bestimmtes Maaß bezeichnet, das auch für trockene Dinge gebraucht wurde, = ἡμίξεστος u. τρύβλιον, deren vier auf einen χοίνιξ gehen, 71/2, Unze an Gewicht; 192 κοτύλαι machten einen μέδιμνος σιτηρός aus, Böckh's Staatshaush. I p. 99 u. Metrolog. p. 99 si. – b) die Knochenhöhle, bes. die Pfanne des Hüftheckens, in welcher der Kopf des Hüftknochens eingefügt ist, τῷ βάλεν Αἰνείαο κατ' ἰσχίον, ἔνϑα τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται, κοτύλην δέ τέ μιν καλέουσι ll. 5, 305; so VLL. u. Ath. a. a. O. – Auch die hohle Hand, derhohle Fuß, Ath. a. a. O.; Poll. 9. 122. – Bei Aesch. frg. 51 sind χαλκόδετοι κοτύλαι Cymbeln; vgl. Ath. – Bei Luc. D. Mar. 4, 3 = κοτυληδών, vgl. Eust. 1782, 55.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοτύλη — anything hollow fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοτύλῃ — κοτύλη anything hollow fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοτύλη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του… …   Dictionary of Greek

  • κοτύλη — η 1. κλείδωση. 2. γένος φυτών. 3. βυζάχτρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Νέα Κοτύλη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.500 μ.) του νομού Καστοριάς …   Dictionary of Greek

  • κοτύλαι — κοτύλη anything hollow fem nom/voc pl κοτύλᾱͅ , κοτύλη anything hollow fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοτυλᾶν — κοτύλη anything hollow fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοτυλίσκιον — κοτύλη anything hollow neut nom/voc/acc sg κοτυλίσκιον little cup neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοτυλῶν — κοτύλη anything hollow fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοτύλαις — κοτύλη anything hollow fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοτύλην — κοτύλη anything hollow fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”