- κοτταβεῖον
κοτταβεῖον, τό, v. l. für κοττάβιον, bei Ath. u. A., wahrscheinlich richtiger.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοτταβεῖον, τό, v. l. für κοττάβιον, bei Ath. u. A., wahrscheinlich richtiger.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοτταβείον — κοτταβεῑον και κοττάβειον, τὸ (Α) 1. μετάλλινη λεκάνη που χρησιμοποιούσαν στο παιχνίδι κότταβος 2. έπαθλο που δινόταν σε όποιον κέρδιζε στον κότταβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κότταβος + κατάλ. εῖον / ειον (πρβλ. ωδ είον, φυλάκ ειον)] … Dictionary of Greek
κοττάβειον — metal basin for the game of cottabos neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοττάβεια — κοττάβειον metal basin for the game of cottabos neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κότταβος — Παιχνίδι δεξιοτεχνίας κατά την αρχαιότητα, το οποίο πιθανώς προήλθε από τη Σικελία. Ήταν πολύ συνηθισμένο στα συμπόσια του 4ου και του 5ου αι. π.Χ., καθώς συμμετείχαν σε αυτό ακόμη και εταίρες. Σκοπός του παίκτη ήταν να ρίξει το κρασί που είχε… … Dictionary of Greek
Коттаб — Изображение игрока в коттаб на аттическом краснофигурном килике. 510 г. до н. э. Лувр Коттаб (др. греч. κότταβος) название популярной в … Википедия