- κοτταβίς
κοτταβίς, ίδος, ἡ, Becher, bes. zum Kottabosspiel; κεραμέα Ath. XI, 479 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοτταβίς, ίδος, ἡ, Becher, bes. zum Kottabosspiel; κεραμέα Ath. XI, 479 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοτταβίς — κοτταβίς, ίδος, ἡ (Α) [κότταβος] ειδικό ποτήρι με το οποίο έριχναν το κρασί όταν έπαιζαν το παιχνίδι κότταβος … Dictionary of Greek
κοτταβίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτταβίδες — κοτταβίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτταβίδι — κοτταβίς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κότταβος — Παιχνίδι δεξιοτεχνίας κατά την αρχαιότητα, το οποίο πιθανώς προήλθε από τη Σικελία. Ήταν πολύ συνηθισμένο στα συμπόσια του 4ου και του 5ου αι. π.Χ., καθώς συμμετείχαν σε αυτό ακόμη και εταίρες. Σκοπός του παίκτη ήταν να ρίξει το κρασί που είχε… … Dictionary of Greek