- κοτταβικός
κοτταβικός, zum Kottabus gehörend; ῥάβδος Hermipp. bei Ath. XI, 487 e, vgl. XV, 668 a u. Poll. 6, 110.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοτταβικός, zum Kottabus gehörend; ῥάβδος Hermipp. bei Ath. XI, 487 e, vgl. XV, 668 a u. Poll. 6, 110.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοτταβικός — κοτταβικός, ή, όν (Α) [κότταβος] αυτός που χρησιμοποιείται στο παιχνίδι κότταβος … Dictionary of Greek
κοτταβικῶν — κοτταβικός used in the cottabos fem gen pl κοτταβικός used in the cottabos masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτταβικήν — κοτταβικός used in the cottabos fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κότταβος — Παιχνίδι δεξιοτεχνίας κατά την αρχαιότητα, το οποίο πιθανώς προήλθε από τη Σικελία. Ήταν πολύ συνηθισμένο στα συμπόσια του 4ου και του 5ου αι. π.Χ., καθώς συμμετείχαν σε αυτό ακόμη και εταίρες. Σκοπός του παίκτη ήταν να ρίξει το κρασί που είχε… … Dictionary of Greek