- κοτταβισμός
κοτταβισμός, ὁ, dasselbe; übh. = das Begießen, Paul. Aeg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοτταβισμός, ὁ, dasselbe; übh. = das Begießen, Paul. Aeg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοτταβισμός — κοτταβισμός, ὁ (Α) [κοτταβίζω] 1. η ενέργεια τού κοτταβίζω 2. σφοδρός καταιονισμός ύδατος τον οποίο χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για θεραπεία τής καχεξίας … Dictionary of Greek
κοτταβισμοί — κοτταβισμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)