κοττός

κοττός

κοττός, , 1) ein Fisch, Großkopf oder Kaulkopf, Arist. H. A. 4, 8. – 2) der Hahn, Hesych. – 3) der Würfel, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Κόττος — horse masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόττος — horse masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόττος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ένας από τους Eκατόγχειρες (βλ. λ.). * * * ο (ΑM κόττος) νεοελλ. (ζωολ. γένος τελεόστεων οστεοϊχθύων τής οικογένειας cottidae μσν. αρχ. κύβος, ζάρι αρχ. 1. κόκορας, πετεινός 2. είδος ποτάμιου ψαριού («ἐν τοῑς ποταμοῑς… …   Dictionary of Greek

  • КОТТ —    • Κόττος,          см. Έκατόγχειρες, Гекатонхейры …   Реальный словарь классических древностей

  • Κόττον — Κόττος horse masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόττον — κόττος horse masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόττου — Κόττος horse masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόττου — κόττος horse masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόττους — Κόττος horse masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόττους — κόττος horse masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόττῳ — Κόττος horse masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”