- κοροκότας
κοροκότας, ὁ, = κροκόττας; v. l. bei Ael. N. A. 7, 22; bei D. Cass. 76, 1 κοροκόττις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοροκότας, ὁ, = κροκόττας; v. l. bei Ael. N. A. 7, 22; bei D. Cass. 76, 1 κοροκόττις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κροκόττας — και κοροκόττας και κοροκότας και κροκούττας, ὁ (Α) άγριο ζώο που, καθώς πιστευόταν, προέρχεται από τη μίξη σκύλου και λύκου, πιθ. η ύαινα («κροκούττας δ εστί μείγμα λύκου και κυνός», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. crocotta, corocotta, crocuta, άγριο … Dictionary of Greek