- κορο-κόσμιον
κορο-κόσμιον, τό, Mädchenputz, VLL. Nach B. A. 102 barbarisch u. eigtl. = hölzerne Puppen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κορο-κόσμιον, τό, Mädchenputz, VLL. Nach B. A. 102 barbarisch u. eigtl. = hölzerne Puppen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιπποκόσμια — ἱπποκόσμια, τὰ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κοσμήματα ίππων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κοσμιον (< κόσμος «στολισμός»), πρβλ. ημι κόσμιον, κορο κόσμιον] … Dictionary of Greek