γηρο-κόμος

γηρο-κόμος

γηρο-κόμος, alte Leute pflegend, Hes. Th. 605 u. Sp., wie Opp. H. 5, 85.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μελισσοκόμος — ο (Α μελισσοκόμος και αττ. τ. μελιττοκόμος) αυτός που ασχολείται συστηματικά με τη μελισσοκομία, μελισσοτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κόμος (< κομῶ), πρβλ. γηρο κόμος, ιππο κόμος] …   Dictionary of Greek

  • μηλοκόμος — μηλοκόμος, δωρ. τ. μαλοκόμος, ον (Α) αυτός που εκτρέφει πρόβατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήλον (ΙΙ) «πρόβατο» + κομος (< κομῶ «ασχολούμαι, φροντίζω»), πρβλ. γηρο κόμος, ιππο κόμος] …   Dictionary of Greek

  • πατροκόμος — ον, Α αυτός που μεριμνά, που φροντίζει για τον πατέρα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. γηρο κόμος] …   Dictionary of Greek

  • κυνοκομώ — κυνοκομῶ, έω (Α) φροντίζω, τρέφω σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + κομῶ (< κόμος < κομώ «φροντίζω»), πρβλ. γηρο κομώ, ιππο κομώ] …   Dictionary of Greek

  • μητροκομώ — μητροκομῶ, έω (Μ) περιποιούμαι τη μητέρα μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κομῶ (< κόμος < κομῶ «φροντίζω, περιποιούμαι») μέσω ενός αμάρτυρου τ. *μητροκόμος (πρβλ. γηρο κομώ)] …   Dictionary of Greek

  • ξενοκομείον — ξενοκομεῑον, τὸ (Μ) κτήριο για περίθαλψη ξένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κομεῖον (< κόμος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. γηρο κομείον] …   Dictionary of Greek

  • χηροκομείον — τὸ, Μ χηροτροφεῑον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήρα + κομεῖον (< κόμος < κομῶ, έω, «φροντίζω, περιποιούμαι»), πρβλ. γηρο κομεῖον] …   Dictionary of Greek

  • χολεροκομείο — το, Ν ιατρ. νοσοκομείο για άτομα που πάσχουν από χολέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χολέρα + κομείο (< κομος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. γηρο κομείο, νοσο κομείο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”