- κηρωματικός
κηρωματικός, mit Wachssalbe bestrichen, Iuvenal. 3, 68.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηρωματικός, mit Wachssalbe bestrichen, Iuvenal. 3, 68.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηρωματικός — κηρωματικός, ὁ (Α) [κήρωμα] 1. αυτός που παρασκεύαζε κηρώματα, αλοιφή από κηρό 2. αυτός που γινόταν με κήρωμα 3. παλαιστής αλειμμένος με κήρωμα … Dictionary of Greek