- κηρωματιστής
κηρωματιστής, ὁ, der mit Wachssalbe Bestreichende, = ἀλείπτης, Schol. Ar. Eq. 490.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηρωματιστής, ὁ, der mit Wachssalbe Bestreichende, = ἀλείπτης, Schol. Ar. Eq. 490.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηρωματιστής — κηρωματιστής, ὁ (Α) αυτός που άλειφε με κήρωμα, με κεραλοιφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήρωμα, πιθ. μέσω ενός αμάρτ. *κηρωματ ίζω] … Dictionary of Greek
κηρωματισταί — κηρωματιστής one who anoints with masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)