κορωνιστής

κορωνιστής

κορωνιστής, , der mit einer Krähe herumzieht u. indem er ein Lied dazu singt, Gaben einsammelt, bettelt, οἱ τῇ κορώνῃ ἀγείροντες, Ath. VIII, 360 b; Hesych. – Aber Plut. de mul. virt. p. 305 sagt τῶν ἡλίκων ἔτι κομώντων, οὓς κορωνιστάς, ὡς ἔοικεν, ἀπὸ τῆς κόμης ὠνόμαζον, was sich auf einen eigenthümlichen Sprachgebrauch der Kymäer zu beziehen scheint.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κορωνιστής — κορωνιστής, ὁ (Α) 1. αυτός που περιφερόταν στους δρόμους με το πτηνό κορώνη, τραγουδώντας επαιτικά άσματα 2. στον πληθ. οἱ κορωνισταί τίτλος έργου τού Αγνοκλέους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορωνίζω «μαζεύω χρήματα γυρίζοντας στις γειτονιές κρατώντας το πτηνό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”