- καμήλειος
καμήλειος, vom Kameel, z. B. καμήλεια ἐσϑίειν Porphyr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καμήλειος, vom Kameel, z. B. καμήλεια ἐσϑίειν Porphyr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καμήλειος — καμήλειος, α, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καμήλα ή προέρχεται από αυτήν, καμηλήσιος («καμήλεια [ενν. κρέατα] ἐσθίειν», Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + κατάλ. ειος (πρβλ. βουβάλ ειος, δελφίν ειος)] … Dictionary of Greek
καμήλειος — of a camel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμηλείων — καμήλειος of a camel fem gen pl καμήλειος of a camel masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμήλειον — καμήλειος of a camel masc acc sg καμήλειος of a camel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμηλείους — καμήλειος of a camel masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμήλεια — καμήλειος of a camel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμήλα — θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι… … Dictionary of Greek