γαμήλιος

γαμήλιος

γαμήλιος, ον, hochzeitlich, λέχος Men. bei Luc. amor. 2; λέκτρα p. bei Plut. Rom. 17; ἔργον Sol. 20; λουτρά Men. bei Schol. Ar. Lys. 378; ὑμέναιος Agath. 94 (VII, 568); ϑυηλαί Lycophr. 323; , sc. πλακοῦς, der Hochzeitskuchen, bei Ath. VII, 280 d; – γαμηλία, nach Didym. bei Harpocr. ἡ τοῖς φράτορσιν ἐπὶ γάμοις διδομένη, sc. ϑυσία, Hochzeitsschmaus, ἡ εἰς τοὺς φράτορας εἰςαγωγὴ τῶν γυναικῶν. So τὴν γαμηλίαν τοῖς φράτορσιν εἰςφέρειν, Dem. 57, 43. 69; vgl. Is. 8, 18; περὶ τῆς τοῖς φράτορσι γαμηλίας 3, 76; vgl. ibid. 79; den Schmaus den Mitgliedern seiner Phratrie bei seiner Verheirathung zur Einführung seiner Frau geben.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γαμήλιος — of masc nom sg γαμήλιος of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμήλιος — α, ο (AM γαμήλιος, ον) αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε γάμο αρχ. 1. (για θεότητες) αυτός που προστατεύει τον γάμο 2. το αρσ. ως ουσ. ο γαμήλιος (ενν. πλακούς) το γλύκισμα που προσφερόταν στους γάμους 3. το θηλ. ως ουσ. η γαμηλία (ενν …   Dictionary of Greek

  • γαμήλιος — α, ο ο σχετικός με το γάμο: Γαμήλιο εμβατήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαμήλιον — γαμήλιος of masc acc sg γαμήλιος of neut nom/voc/acc sg γαμήλιος of masc/fem acc sg γαμήλιος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμηλίων — γαμήλιος of fem gen pl γαμήλιος of masc/neut gen pl γαμήλιος of masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμηλίοις — γαμήλιος of masc/neut dat pl γαμήλιος of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμηλίου — γαμήλιος of masc/neut gen sg γαμήλιος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμηλίους — γαμήλιος of masc acc pl γαμήλιος of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμηλίῳ — γαμήλιος of masc/neut dat sg γαμήλιος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμήλια — γαμήλιος of neut nom/voc/acc pl γαμήλιος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμήλιοι — γαμήλιος of masc nom/voc pl γαμήλιος of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”