πρέμνον — bottom of the trunk of a tree neut nom/voc/acc sg πρέμνος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέμνα — πρέμνον bottom of the trunk of a tree neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέμνοιο — πρέμνον bottom of the trunk of a tree neut gen sg (epic) πρέμνος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέμνοις — πρέμνον bottom of the trunk of a tree neut dat pl πρέμνος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέμνοισι — πρέμνον bottom of the trunk of a tree neut dat pl (epic ionic aeolic) πρέμνος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέμνοισιν — πρέμνον bottom of the trunk of a tree neut dat pl (epic ionic aeolic) πρέμνος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέμνου — πρέμνον bottom of the trunk of a tree neut gen sg πρέμνος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέμνων — πρέμνον bottom of the trunk of a tree neut gen pl πρέμνος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέμνῳ — πρέμνον bottom of the trunk of a tree neut dat sg πρέμνος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέμνο — το / πρέμνον, ΝΑ 1. το κατώτερο μέρος τού κορμού τού δέντρου που απομένει μετά την κοπή τού κορμού, το κούτσουρο 2. ο ξερός κορμός κλήματος, κούρβουλο νεοελλ. βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας τών βερβεριιδών αρχ. 1. (σχετικά με τον κορμό ελιάς)… … Dictionary of Greek
корма — кормчий, укр. корма, ст. слав. кръма, болг. кърма, сербохорв. кр̀ма рулевое весло , словен. krma. Стар. и кажущееся убедительным сравнение с греч. πρύμνΒ̄, ион., гомер. πρύμνη корма , греч. πρέμνον толстый конец бревна (Соссюр, МSL 7, 92; Мейе,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера