πρίστις

πρίστις

πρίστις, , 1) ein großer, übrigens unbestimmter Meerfisch, wie κῆτος, eigtl. ein Wallfisch, od. der Sprüh-, od. Spritzfisch, nach dem Wasserstrahl benannt, den mehrere dieser Thiere von sich blasen (nach Buttm. Lexil. I p. 109 aber eigtl. der Sägefisch, πρίστης); Leon. Tar. 95 (VII, 506); Ath. VIII, 333 f. Auch πρῆστις findet sich. – 2) Eine Art Kriegsschiff, wahrscheinlich wegen seiner langen, einem großen Fische ähnlichen Gestalt; Pol. 17, 1; λέμβοι σὺν ταῖς πρίστεσι, 16, 2, 9; navis rostrata, Liv. 32, 32, vgl. 35, 26. 44, 28. – Bei Ath. XI, 784 a u. sonst auch eine Art großer Pokal.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πρίστις — πρίστῑς , πρίστις saw fish fem acc pl (epic doric ionic aeolic) πρίστις saw fish fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρίστις — και πρῆστις, ήστεως, Α 1. το ψάρι πρίστης 2. είδος πολεμικού πλοίου που ονομάστηκε έτσι πιθ. επειδή το σχήμα του έμοιαζε με πριόνι 3. είδος ποτηριού που έμοιαζε με πριόνι 4. χειρουργικό πριόνι 5. εργαλείο λιθοξόου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω «πριονίζω»… …   Dictionary of Greek

  • πρίστεις — πρίστις saw fish fem nom/voc pl (attic epic) πρίστις saw fish fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρίστεσιν — πρίστις saw fish fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρίστιν — πρίστις saw fish fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • priste — (Del gr. pristis.) ► sustantivo masculino ZOOLOGÍA Pez sierra, pez condrictio. * * * priste (del gr. «prístis») m. *Pez sierra. * * * priste. (Del gr. πρίστις). m. Pez selacio pariente de las rayas, aunque parecido a un tiburón, con el hocico… …   Enciclopedia Universal

  • πρήστις — ἡ, Α (δ. γρφ·) βλ. πρίστις …   Dictionary of Greek

  • ՊՐԻՍՏԷ — ( ) NBH 2 0666 Chronological Sequence: 13c գ. Բառ յն. πριστής, πρίστις . նոյն ընդ Պրիոն, որպէս սղոց, եւ սղոցաձուկն. *Սքանչելի է ʼի մեջ այլոց եւ ձուկն պրիստէ՝ նեղ եւ երկայնաձիգ. Վանակ. յոբ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • πρίστεων — πρίστεω̆ν , πρίστις saw fish fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρίστης — sawyer masc nom sg πρίστις saw fish fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρίστῃ — πρίστης sawyer masc dat sg (attic epic ionic) πρίστηι , πρίστις saw fish fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”