- πρέμνος
πρέμνος, ὁ, = πρέμνον, Sp., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρέμνος, ὁ, = πρέμνον, Sp., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρέμνος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέμνος — ὁ, Α το πρέμνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πρέμνον, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
πρέμνοι — πρέμνος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέμνους — πρέμνος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίπρεπνος — καλλίπρεπνος, ον (Μ) αυτός που έχει ωραίο κορμό. [ΕΤΥΜΟΛ. καλλίπρεπνος με αφομοίωση αντί *καλλί πρεμνος < καλλ(ι) * + πρεμνος (< πρέμνον «κορμός»), πρβλ. πολύ πρεμνος, τανύ πρεμνος] … Dictionary of Greek
κατάπρεμνος — κατάπρεμνος, ον (Α) γεμάτος κλαδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πρεμνος (< πρέμνος «κλαδί»), πρβλ. αυτό πρεμνος, υπό πρεμνος] … Dictionary of Greek
μονόπρεμνος — μονόπρεμνος, ον (Μ) αυτός που έχει μόνο μία ρίζα ή ένα θεμέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πρέμνος «ρίζα, κορμός» (πρβλ. κατά πρεμνος, πολύ πρεμνος)] … Dictionary of Greek
πολύπρεμνος — ον, Α αυτός που έχει πολλούς κορμούς δέντρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πρεμνος (< πρέμνον «κορμός»), πρβλ. εύ πρεμνος] … Dictionary of Greek
τανύπρεμνος — ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει ψηλό κορμό 2. (για τόπο) αυτός που έχει ψηλά δένδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τάνυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πρεμνος (< πρέμνον «κούτσουρο»), πρβλ. αὐτό πρεμνος] … Dictionary of Greek
υπόπρεμνος — ον, Α αυτός που έχει αποκάτω πρέμνο («δεῑ δὲ ὑπόρριζον εἶναι... τὸ παρασπώμενον ἢ ὑπόπρεμνον», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πρεμνος (< πρέμνον «στέλεχος, βάση, βάθρο»), πρβλ. κατά πρεμνος] … Dictionary of Greek
αυτόπρεμνος — αὐτόπρεμνος, ον (Α) 1. (για δέντρα) μαζί με τη ρίζα, από τη ρίζα 2. αυτός που βρίσκεται στην απόλυτη κατοχή μου, ολοκληρωτικά δικός μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + πρεμνος < πρέμνον «το κάτω μέρος του κορμού του δέντρου, το κούτσουρο, η ρίζα»] … Dictionary of Greek