πρέσβειρα

πρέσβειρα

πρέσβειρα, ἡ, = πρέσβα; ϑεῶν πρέσβειρα, H. h. Ven. 32; Eur. I. T. 963; Macedon. 38 (XI, 380); – komisch heißt bei Ar. der größte kopaische Aal πρέσβειρα Κωπᾴδων κορᾶν, Ach. 848.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πρέσβειρα — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρέσβειρα — η, ΝΑ (ως θηλ. τ. τού πρέσβυς) νεοελλ. 1. γυναίκα που είναι πρεσβευτής 2. η σύζυγος τού πρέσβευτή αρχ. 1. αυτή που έχει μεγάλη ηλικία 2. (στην κωμ.) το μεγαλύτερο χέλι τής Κωπαΐδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τ. τού πρέσβυς κατά το αυτιάνειρα*] …   Dictionary of Greek

  • πρέσβειρα — η 1. η γυναίκα του πρέσβη. 2. η γυναίκα πρέσβης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρέσβειρ' — πρέσβειρα , πρέσβειρα fem nom/voc sg πρέσβειραι , πρέσβειρα fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρέσβειραν — πρέσβειρα fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ANGUILLA — Hebr. Gap desc: Hebrew, pinnas habet, squamis tamen caret, unde immunda olim ex lege, Levitic. c. 11. v. 9, 10. Vide Bechart. Hieroz. Part. prior. l. 1. c. 6. Non aliorum piscium, quam Anguillarum, et quidem fluviatilium, non lacustrium, in L.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μέμφειρα — μέμφειρα, ἡ (Α) μέμψη, μομφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέμφομαι + κατάλ. ειρα κατά το πρέσβειρα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”