πρέσβευμα

πρέσβευμα

πρέσβευμα, τό, Gesandtschaft, Eur. Rhes. 936 Suppl. 173, beide Male im plur., vgl. Valck. Diatr. 194, Plut. Timol. 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πρέσβευμα — ambassador neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρέσβευμα — ατος, τὸ, Α [πρεσβεύω] 1. πρεσβευτής 2. (με περιληπτ. σημ.) πρεσβεία 3. αποστολή πρέσβεων …   Dictionary of Greek

  • πρεσβεύμασι — πρέσβευμα ambassador neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβεύμαθ' — πρεσβεύματα , πρέσβευμα ambassador neut nom/voc/acc pl πρεσβεύματι , πρέσβευμα ambassador neut dat sg πρεσβεύματε , πρέσβευμα ambassador neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβεύματ' — πρεσβεύματα , πρέσβευμα ambassador neut nom/voc/acc pl πρεσβεύματι , πρέσβευμα ambassador neut dat sg πρεσβεύματε , πρέσβευμα ambassador neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρέσβος — εος, τὸ, Α (ποιητ. τ.) πρέσβευμα*. σεβαστό αντικείμενο (α. «βασίλεια γῡ ναι, πρέσβος Πέρσαις» β. «πρέσβος Αργείων τόδε» σεβαστή εκκλησία, συνέλευση τών Αργείων, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πρέσβυς, κατά τα: κράτος, κῦδος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”