- πρέσβευσις
πρέσβευσις, ἡ, Gesandtschaft; ἐγένετο, Thuc. 1, 73, von D. Hal. für poetisch erkl.; gew. πρεσβεία, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρέσβευσις, ἡ, Gesandtschaft; ἐγένετο, Thuc. 1, 73, von D. Hal. für poetisch erkl.; gew. πρεσβεία, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρέσβευσις — dispatch on an embassy fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβεύσει — πρέσβευσις dispatch on an embassy fem nom/voc/acc dual (attic epic) πρεσβεύσεϊ , πρέσβευσις dispatch on an embassy fem dat sg (epic) πρέσβευσις dispatch on an embassy fem dat sg (attic ionic) πρεσβεύω to be the elder aor subj act 3rd sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβεύσεις — πρέσβευσις dispatch on an embassy fem nom/voc pl (attic epic) πρέσβευσις dispatch on an embassy fem nom/acc pl (attic) πρεσβεύω to be the elder aor subj act 2nd sg (epic) πρεσβεύω to be the elder fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβεύσεσι — πρέσβευσις dispatch on an embassy fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέσβευσιν — πρέσβευσις dispatch on an embassy fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέσβευση — η / πρέσβευσις, εύσεως, ΝΑ [πρεσβεύω] αποστολή πρεσβευτή, πρεσβεία νεοελλ. φρ. «δίκαιο πρεσβεύσεως» διεθν. δίκ. δίκαιο που διαμορφώθηκε με την πάροδο τού χρόνου και σύμφωνα με το οποίο κάθε πολιτεία δικαιούται να αποστέλλει διπλωματικούς… … Dictionary of Greek
πρεσβεύσῃ — πρεσβεύσηι , πρέσβευσις dispatch on an embassy fem dat sg (epic) πρεσβεύω to be the elder aor subj mid 2nd sg πρεσβεύω to be the elder aor subj act 3rd sg πρεσβεύω to be the elder fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)