- πρέσβιστος
πρέσβιστος, superlat. zu πρέσβυς; H. h. 30, 2; Aesch. Spt. 372, der geehrteste; Scol. 23, Jac.; Tim. Locr. 97 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρέσβιστος, superlat. zu πρέσβυς; H. h. 30, 2; Aesch. Spt. 372, der geehrteste; Scol. 23, Jac.; Tim. Locr. 97 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρέσβιστος — eldest masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέσβιστος — και κρητ. τ. πρείγιστος και πρήγιστος και πρίγιστος, ίστη, ον και τ. θηλ. πρεσβίστα και πρεσβίττα και ανωμ. τ. πρεσβίστατος, άτη, ον, Α (ποιητ. τ. υπερθ. τού πρέσβυς) 1. γηραιότατος, εντιμότατος (α. «πρέσβιστον ἄστρων, νυκτὸς ὀφθαλμός, πρέπει»,… … Dictionary of Greek
πρέσβιστον — πρέσβιστος eldest masc acc sg πρέσβιστος eldest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβίστη — πρέσβιστος eldest fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβίστην — πρέσβιστος eldest fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβίστῳ — πρέσβιστος eldest masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέσβιστα — πρέσβιστος eldest neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέσβισθ' — πρέσβιστα , πρέσβιστος eldest neut nom/voc/acc pl πρέσβιστε , πρέσβιστος eldest masc voc sg πρέσβισται , πρέσβιστος eldest fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβίστα — πρεσβίστᾱ , πρέσβιστος eldest fem nom/voc/acc dual πρεσβίστᾱ , πρέσβιστος eldest fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβίστας — πρεσβίστᾱς , πρέσβιστος eldest fem acc pl πρεσβίστᾱς , πρέσβιστος eldest fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρήγιστος — και πρίγιστος, η, ον, Α βλ. πρέσβιστος … Dictionary of Greek