πρέσβη

πρέσβη

πρέσβη, , ion. = πρέσβα, das Alter. S. πρέσβις.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πρέσβη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) πρέσβις ambassador fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) πρέσβος object of reverence neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πρέσβος object of reverence neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πρέσβυς old man masc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρέσβῃ — πρέσβα august fem dat sg (attic epic ionic) πρέσβη fem dat sg (attic epic ionic) πρέσβηι , πρέσβις ambassador fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρέσβη — ἡ, ΜΑ πρέσβα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί πρέσβεα* για μετρ. λόγους] …   Dictionary of Greek

  • πρεσβῆ — πρεσβεύς ambassador masc nom/voc/acc dual (epic) πρεσβεύς ambassador masc acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρέσβην — πρέσβη fem acc sg (attic epic ionic) πρέσβος object of reverence neut acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μουσείο Ασιατικής Τέχνης (Κερκύρας) — Η μοναδική στην Ελλάδα και μία από τις πλουσιότερες στην Ευρώπη συλλογές έργων τέχνης της Ασίας, η οποία αποτελείται από έντεκα χιλιάδες περίπου αντικείμενα, εκτίθεται και πάλι ύστερα από πολλά χρόνια. Το ανάκτορο των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου,… …   Dictionary of Greek

  • πρέσβα — πρέσβᾱ , πρέσβα august fem nom/voc/acc dual πρέσβα august fem nom/voc sg πρέσβᾱ , πρέσβη fem nom/voc/acc dual πρέσβᾱ , πρέσβη fem nom/voc sg (doric aeolic) πρέσβᾱ , πρέσβος object of reverence neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ioannis Kapodistrias — This article is about the Greek politician. For the airport named for him, see Corfu International Airport. Ioannis Kapodistrias Ιωάννης Καποδίστριας Governor of Greece In office …   Wikipedia

  • διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… …   Dictionary of Greek

  • νικηφόρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ίδρυσε τη Μονή Χαρσιανού. Η μνήμη του τιμάται στις 23 Οκτωβρίου. 2. Ν. ο Φωκάς. Αυτοκράτορας του Βυζάντιου. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Δεκεμβρίου. 3. Πιάστηκαν αιχμάλωτοι μαζί με τον Στέφανο και… …   Dictionary of Greek

  • υπάτιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Γαγγρών της Παμφυλίας. Πήρε μέρος στην A’ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια (325) και ήταν φανατικός πολέμιος των Ναυατιανών. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο. Η μνήμη του τιμάται στις 31 Μαρτίου. 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”