- καλλί-βολος
καλλί-βολος, ὁ, der schöne Wurf, Poll. 7, 204.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλί-βολος, ὁ, der schöne Wurf, Poll. 7, 204.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλιόβολος — η, ο (Α ἡλιόβολος, ον) (για τόπους) ο εκτεθειμένος στον ήλιο, ο ηλιόλουστος νεοελλ. 1. ο ηλιοβαρεμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το ηλιόβολο η ηλιακή ακτινοβολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + βόλος (< βάλλω), πρβλ. αεί βολος, καλλί βολος] … Dictionary of Greek