- καλλί-θριξ
καλλί-θριξ, τριχος, schönhaarig, schönmähnig, von Pferden, Il. 5, 323 Od. 3, 475 u. öfter; καλλίτριχα μῆλα 9, 336, was auch von καλλίτριχος herkommen kann, s. Lob. Paralipp. 285.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλί-θριξ, τριχος, schönhaarig, schönmähnig, von Pferden, Il. 5, 323 Od. 3, 475 u. öfter; καλλίτριχα μῆλα 9, 336, was auch von καλλίτριχος herkommen kann, s. Lob. Paralipp. 285.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυσίθριξ — λυσίθριξ, τριχος, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που έχει λυτά, ατημέλητα τα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + θρίξ, τριχός (πρβλ. καλλί θριξ, ουλό θριξ)] … Dictionary of Greek
παχύθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που έχει χοντρές τρίχες 2. αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + θριξ, τριχος (< θρίξ), πρβλ. καλλί θριξ] … Dictionary of Greek
οξύθριξ — ὀξύθριξ, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ξανθά μαλλιά ή αυτός που έχει αγκαθωτά, σκληρά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + θρίξ, τριχός (πρβλ. καλλί θριξ)] … Dictionary of Greek
εύτριχος — εὔτριχος, ον (Α) εὖθριξ*, με ωραίες τρίχες, καλότριχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τριχος (< θριξ, τριχός), πρβλ. καλλί τριχος, ολιγό τριχος] … Dictionary of Greek
πολιότριχος — ον, Α αυτός που έχει ψαρές τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός» + τριχος (< θρίξ, τριχός), πρβλ. καλλί τριχος, λεπτό τριχος] … Dictionary of Greek