- καλλί-βοτος
καλλί-βοτος, mit schöner Weide, Nonn. 35, 59.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλί-βοτος, mit schöner Weide, Nonn. 35, 59.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περισσόβοτος — ον, Α αυτός που έχει περίσσευμα τροφών, αφθονία φαγητών («περισσόβοτος τράπεζα», Νόνν.) [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + βοτος (< βόσκω), πρβλ. καλλί βοτος] … Dictionary of Greek