- καλλί-βοτρυς
καλλί-βοτρυς, υος, schöntraubig, νάρκισσος, von der Aehnlichkeit der Blumen, Soph. O. C. 688.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλί-βοτρυς, υος, schöntraubig, νάρκισσος, von der Aehnlichkeit der Blumen, Soph. O. C. 688.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μικρόβοτρυς — μικρόβοτρυς, υος, ο και η (Α) αυτός που έχει μικρούς βότρυς, μικρά τσαμπιά ή ρώγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + βότρυς «σταφύλι» (πρβλ. αγλαό βοτρυς, καλλί βοτρυς] … Dictionary of Greek