- καλλί-δενδρος
καλλί-δενδρος, mit schönen Bäumen; Schol. Pind. Ol. 9, 27; καλλιδενδρότατος τόπος Pol. 5, 19, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλί-δενδρος, mit schönen Bäumen; Schol. Pind. Ol. 9, 27; καλλιδενδρότατος τόπος Pol. 5, 19, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παχύδενδρος — ον, Α αυτός που έχει πυκνή συστάδα δέντρων ή αυτός που έχει χοντρά δέντρα («παχυδένδροις ἄλσεσιν», Ιμέρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. παχυ * + δενδρος (< δένδρον), πρβλ. καλλί δενδρος] … Dictionary of Greek