- καλλί-διφρος
καλλί-διφρος, mit schönem Wagen, Ἀϑηναία Eur. Hec. 485.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλί-διφρος, mit schönem Wagen, Ἀϑηναία Eur. Hec. 485.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεοντόδιφρος — λεοντόδιφρος, ον (Α) (για τη Ρέα) αυτή που φέρεται πάνω σε δίφρο ο οποίος σύρεται από λιοντάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + δίφρος «άρμα» (πρβλ. καλλί διφρος, ταχύ διφρος)] … Dictionary of Greek
ομόδιφρος — ὁμόδιφρος, ον (Α) αυτός που μεταφέρεται από την ίδια άμαξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + δίφρος «άρμα» (πρβλ. καλλι διφρος)] … Dictionary of Greek
ρυσίδιφρος — ον, Α (για αρματηλάτη) αυτός που διαφυλάσσει τη δίφρο, την άμαξα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι τού ἑρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + δίφρος «άμαξα» (πρβλ. καλλί διφρος)] … Dictionary of Greek