- καλλί-ναος
καλλί-ναος, schön fließend; Κηφισός Eur. Med. 835; sp. D., Ap. Rh. 1, 1228, πῖδαξ Hermocrat. 1 (IX, 327); – καλλιναώτατος Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλί-ναος, schön fließend; Κηφισός Eur. Med. 835; sp. D., Ap. Rh. 1, 1228, πῖδαξ Hermocrat. 1 (IX, 327); – καλλιναώτατος Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλόναος — ον, Μ αυτός που αγαπά την εκκλησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ναός (πρβλ. καλλί ναος)] … Dictionary of Greek