- καλλί-τεξ
καλλί-τεξ, εκος, = Vor., Hdn. epim. p. 186.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλί-τεξ, εκος, = Vor., Hdn. epim. p. 186.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επίτεξ — ἐπίτεξ, ἡ (Α) επίτοκος, ετοιμόγεννη (α. «μετεπέμψατο ἐκ τῶν Περσέων τὴν θυγατέρα ἐπίτεκα ἐοῡσαν», Ηρόδ. β. «ὡς ἐπίτεξ ἐστίν [ἡ κύων]», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *τεξ (< τίκτω), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ά τεξ, καλλί τεξ)] … Dictionary of Greek