καλλί-τεκνος

καλλί-τεκνος

καλλί-τεκνος, schöne Kinder habend, compar., Luc. D. D. 16, 1; superl., Plut. Aemil. Paul. 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μητρότεκνος — μητρότεκνος, ἡ (Α) μητέρα και τέκνο ταυτοχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + τεκνος (< τέκνον < τίκτω), πρβλ. καλλί τεκνος, μισότεκνος] …   Dictionary of Greek

  • πολύτεκνος — η, ο / πολύτεκνος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλά τέκνα, ο γονέας πολλών παιδιών νεοελλ. (νομ.) ο γονέας τεσσάρων, τουλάχιστον, τέκνων, αριθμό τον οποίο πρόσφατος νόμος περιόρισε σε τρία μσν. αρχ. αυτός που απαρτίζεται από πολλά τέκνα («πολύτεκνος… …   Dictionary of Greek

  • ωλεσίτεκνος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) αυτός που φονεύει τα παιδιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) < θ. ὀλεσι τού ὄλλυμι «καταστρέφω» (πρβλ. ὤλεσα, ἀπόλεσις) + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. καλλί τεκνος. Ο μακρός φωνηεντισμός ω τού τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”