- καλλί-τεχνος
καλλί-τεχνος, = καλλιτέχνης, Strab. I p. 41 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλί-τεχνος, = καλλιτέχνης, Strab. I p. 41 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατατηξίτεχνος — κατατηξίτεχνος, ον (Α) (ως επίθ. τού Καλλιμάχου) αυτός που δεν εργάζεται καλά, που εξευτελίζει την τέχνη του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν η γρφ. δεν είναι λανθασμένη, πρόκειται για σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος < κατα τηξι (< κατα τήκω με μεταφορική σημ.… … Dictionary of Greek
μαυρότεχνος — μαυρότεχνος, η, ον (Μ) 1. (υβριστικά) αυτός που ασχολείται με τη μαύρη τέχνη, με τη μαγεία 2. αυτός που είναι σιδεράς και λερώνεται από το κάρβουνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαῦρος + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. καλλί τεχνος] … Dictionary of Greek
χειρίτεχνος — ον, Α επεξεργασμένος με το χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρί, δοτ. εν. τού χείρ, χειρός + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. καλλί τεχνος] … Dictionary of Greek