- πράξιμος
πράξιμος, einzutreiben, einzufordern, χρῆμα ἔσται, Pol. 22, 26, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πράξιμος, einzutreiben, einzufordern, χρῆμα ἔσται, Pol. 22, 26, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πράξιμος — ον, Α [πρᾱξις] 1. (για χρήματα) αυτός που μπορεί να τόν εισπράξει κανείς 2. (για πρόσ.) αυτός που υπόκειται σε κατάσχεση 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πράξιμα πρακτικοί σκοποί … Dictionary of Greek
πράξιμον — πράξιμος recoverable masc/fem acc sg πράξιμος recoverable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)