- πράμνη
πράμνη, ἡ, soll die Rebe geheißen, haben die den οἶνος Πράμνειος gab, s. nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πράμνη, ἡ, soll die Rebe geheißen, haben die den οἶνος Πράμνειος gab, s. nom. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πράμνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράμνῃ — πράμνη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράμνη — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) 1. η δικέλλα 2. το αμπέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πράμνειος] … Dictionary of Greek
πράμνην — πράμνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράμνης — πράμνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράμνειος — και πράμνιος, ὁ, ἡ, Α (ενν. οἶνος) 1. είδος δυνατού, πιθανώς κόκκινου, κρασιού, εξαιρετικής ποιότητας, το οποίο πήρε την ονομασία του από το όρος Πράμνη τής Ικαρίας ή από την ονομασία τόπου κοντά στην Έφεσο ή στη Σμύρνη ή στη Λέσβο 2. κρασί… … Dictionary of Greek
πράμνας — πράμνᾱς , πράμνη fem acc pl πράμνᾱς , πράμνη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)