- πράκτης
πράκτης, ὁ, = πρακτήρ, Suid., Erkl. von ῥέκτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πράκτης, ὁ, = πρακτήρ, Suid., Erkl. von ῥέκτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πράκτης — treacherous person masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράκτης — και, ιων. τ., πρήκτης, ὁ, Α 1. πρακτήρ* 2. (ο ιων. τ.) ὁ πρήκτης προδοτικός, άπιστος, δόλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρακ τού πράττω* + επίθημα της (πρβλ. φράκ της)] … Dictionary of Greek
πρακτέων — πράκτης treacherous person masc gen pl (epic ionic) πρακτέος to be done masc/neut gen pl πρακτός things to be done masc/fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρακτῶν — πράκτης treacherous person masc gen pl πρακτός things to be done fem gen pl πρακτός things to be done masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράκταις — πράκτης treacherous person masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράκτῃ — πράκτης treacherous person masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράκτα — πράκτᾱ , πράκτης treacherous person masc nom/voc/acc dual πράκτης treacherous person masc voc sg πράκτᾱ , πράκτης treacherous person masc gen sg (doric aeolic) πράκτης treacherous person masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαυλοπράκτης — ὁ, Μ φαυλοποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + πράκτης (< πράκτης < πράττω), πρβλ. παντο πράκτης] … Dictionary of Greek
πράκτας — πράκτᾱς , πράκτης treacherous person masc acc pl πράκτᾱς , πράκτης treacherous person masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογοπράκτης — λογοπράκτης, ὁ (Α) λογιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + πράκτης (< πράσσω)] … Dictionary of Greek
παντοπράκτης — ὁ, Α αυτός που είναι ικανός να διαπράξει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + πράκτης (< πράττω)] … Dictionary of Greek