πράκτωρ — one who does masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρακτόρων — πράκτωρ one who does masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράκτορα — πράκτωρ one who does masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράκτορας — πράκτωρ one who does masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράκτορες — πράκτωρ one who does masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράκτορι — πράκτωρ one who does masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράκτορος — πράκτωρ one who does masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράκτορσι — πράκτωρ one who does masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράκτορσιν — πράκτωρ one who does masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράκτορας — ο, η / πράκτωρ, ορος, ΝΑ, θηλ. και πρακτόρισσα, Ν, και πρακτόρεια, Α νεοελλ. 1. (νομ.) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διεκπεραιώνει, με αμοιβή, ξένες υποθέσεις ή παρέχει συμβουλές και πληροφορίες κατά τις συναλλαγές, όπως λ.χ. για αγορά πραγμάτων,… … Dictionary of Greek
πράκτορ' — πράκτορα , πράκτωρ one who does masc acc sg πράκτορι , πράκτωρ one who does masc dat sg πράκτορε , πράκτωρ one who does masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)