- καλαμῖτις
καλαμῖτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen; ἀκρίς, eine Heuschreckenart, vgl. καλαμαία, Leon. Tar. 65 (VII, 198).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλαμῖτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen; ἀκρίς, eine Heuschreckenart, vgl. καλαμαία, Leon. Tar. 65 (VII, 198).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλαμῖτις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμῖτιν — καλαμῖτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμίτιδα — ἡ (Α καλαμῑτις) νεοελλ. 1. ναυτ. ονομασία αρχικής ατελούς ναυτικής πυξίδας 2. χημ. ονομασία τού μαγνητικού οξειδίου τού σιδήρου αρχ. είδος ακρίδας, η καλαμαία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. σημ. προέρχεται από το ουσ. καλάμη] … Dictionary of Greek
καλαμίτιδος — καλαμί̱τιδος , καλαμῖτις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)