- καλαμ-ώδης
καλαμ-ώδης, ες, mit Rohr bewachsen; τὰ λιμνῶν καλαμώδη Arist. H. A. 6, 14; λίμνη Zon. 7 (VII, 365). Vgl. καλαμαδίας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλαμ-ώδης, ες, mit Rohr bewachsen; τὰ λιμνῶν καλαμώδη Arist. H. A. 6, 14; λίμνη Zon. 7 (VII, 365). Vgl. καλαμαδίας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.