- καλαμών
καλαμών, ῶνος, ὁ, ein mit Rohr bewachsener Ort, Röhricht, Schol. Il. 18, 576 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλαμών, ῶνος, ὁ, ein mit Rohr bewachsener Ort, Röhricht, Schol. Il. 18, 576 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλαμών — reed bed masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλάμων, ζωγράφος των- — Συμβατικό όνομα που δόθηκε στον άγνωστο καλλιτέχνη που εικονογράφησε μία λευκή αττική λήκυθο του 5ου αι. π.Χ. η οποία φυλάσσεται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Η καθαρότητα και η ακρίβεια του σχήματος, η λιτή ευγένεια και η εκφραστική… … Dictionary of Greek
Καλαμῶν — Καλάμαι fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμῶν — καλάμη stalk fem gen pl καλαμόω bind pres part act masc voc sg (doric aeolic) καλαμόω bind pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) καλαμόω bind pres part act masc nom sg καλαμόω bind pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλάμων — κάλαμος reed masc gen pl καλαμόω bind imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) καλαμόω bind imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμῶνα — καλαμών reed bed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμῶνας — καλαμών reed bed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμῶνες — καλαμών reed bed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμῶνι — καλαμών reed bed masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμῶνος — καλαμών reed bed masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CRATES Harundineae — Graecis ταρσοί, dicebantur viminea texta; super quibus siccabantur casei, uti videre est supra, ubi de Caseo. Aliu i quid erant ταρσοὶ καλάμων, apud Herodot. Musâ 1. texta videl. cannarum seu cannicia, quae, in Babyloniis muris, singulis laterum… … Hofmann J. Lexicon universale