- γαλαξήεις
γαλαξήεις, εσσα, εν, milchweiß, Nonn. D. 22, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γαλαξήεις, εσσα, εν, milchweiß, Nonn. D. 22, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γαλαξήεις — γαλαξήεις, εσσα, εν (Α) ο γαλαξαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αναλογικός σχηματισμός προς τα γαλαξίας*, Γαλάξια*, παράγωγα τής λ. γάλα] … Dictionary of Greek
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek